της Μαριλένας Κουγιού.
Λογοτεχνία και μαγεία διαπερνούν την επιφάνεια του κόσμου μην έχοντας άλλο στόχο παρά την ανάπλαση του. Άλλωστε τι άλλο είναι η λογοτεχνία αν όχι μαγεία;
Η αιώρηση του Βιζυνού ανάμεσα στις μαγικές πρακτικές της γενέτειρας του Βιζύης και στην επιστήμη είναι συνεχής. Η επίδραση που άσκησε η ύπαιθρος της Θράκης στην συγγραφική του φυσιογνωμία μαρτυρείται από την χρήση του τοπωνυμικού επιθέτου καταγωγής (Βιζύη-Βιζυηνός) ως φιλολογικό ψευδώνυμο, καθώς το πραγματικό του όνομα ήταν Σύρμας. Παρακολουθώντας όμως από τα ευρωπαϊκά κέντρα την εξέλιξη του θετικισμού, της πειραματικής ψυχολογίας και της φιλοσοφίας, ο τρόπος που αντιμετωπίζει τα μαγικά φαινόμενα διαφοροποιείται από μια λαϊκού τύπου θεώρηση, αγγίζοντας την επιστημολογική αποστασιοποίηση και παρατήρηση.
To υπέδαφος των μαγικών καταβολών του Βιζυηνού συσχετίζεται με τον τόπο καταγωγής του, οπού και συντελείται η διαμόρφωση της πρώιμης παιδικής του ηλικίας, ως τα δέκα του χρόνια οπότε εγκαθίσταται στην Κωνσταντινούπολη. Η Βιζύη, μια ορεινή κωμόπολη της Ανατολικής Θράκης κατεξοχήν αγροτική, συνιστά την πρώτη καθοριστική επαφή του συγγραφέα με τις μαγικές αντιλήψεις που συγκροτούν το κοινωνικό κοσμοείδωλο γύρω απ’ το οποίο ο κόσμος του δομείται.
«Το αμάρτημα της μητρός μου» είναι το πρώτο διήγημα του Βιζυηνού, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Εστία» το 1883 και το οποίο βρίθει μαγικών καταγραφών.
«Κάποθεν ήλθε ξένος τις, παράδοξος το εξωτερικόν, ή φημιζόμενος δια τας γνώσεις του, δεν εδίσταζε να επικαλεσθή την αντίληψιν του… Και υπό το πρόσχημα πτωχού οδοιπόρου κρύπτονται ενίοτε μυστηριώδη όντα, πλήρη υπερφυσικών δυνάμεων» αφηγείται ο Βιζυηνός ζωντανεύοντας τα φυσικά γνωρίσματα και τις συνήθεις καταστάσεις (π.χ. φτώχεια, περιπλάνηση) στις οποίες τυγχάνει να βρίσκονται οι επί της μαγείας ειδικοί. Η παρέκκλιση από τη μέση στάθμη των εμφανισιακών προτύπων και η εξωτερική παραδοξότητα καθίστανται ενδείξεις κατοχής μαγικών δυνάμεων. Τα φυσικά χαρακτηριστικά που παρουσιάζουν κάποια ετερογένεια συγκριτικά με το μέσο όρο, μετουσιώνονται σε υπερφυσικά. Aκολούθως ατομικά γνωρίσματα μετατρέπονται σε αναγνωριστικούς δείκτες μιας ολόκληρης ομάδας, αυτής των μάγων.
«Πάσα νόσος, άγνωστος εις τον λαόν, δια να θεωρηθή ως φυσικόν πάθος, πρέπει, ή να υποχωρήση εις τας στοιχειώδεις ιατρικάς του τόπου γνώσεις, ή να επιφέρει εντός ολίγου τον θάνατον. Ευθύς ως παραταθεί και χρονίση, αποδίδεται εις υπερφυσικάς αιτίας, και χαρακτηρίζεται ως ‘‘εξωτικόν’’.... Όλος ο κόσμος το έλεγεν ότι είχεν ‘‘εξωτικόν’’». Ο αφηγητής προβαίνει στην κατάταξη των νοσημάτων εντός των κατηγοριών «φυσικόν πάθος» και «εξωτικόν». Ασθένειες που εντάσσονται στο πρώτο είδος είναι όσες είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν από τα διαθέσιμα ιατρικά μέσα, αλλά και όσες μη ανταποκρινόμενες σε αυτά επιφέρουν το θάνατο σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Στον αντίποδα, η παράταση μιας ασθένειας και η υπέρβαση των χρονικών ορίων για την ίαση της ή την θανατηφόρα έκβαση της, την καθιστούν μαγική-εξωτική. Πρόκειται για μια κατηγοριοποίηση των ασθενειών που γίνεται με βάση όχι την εκδήλωση συμπτωμάτων, αλλά την κλίμακα του χρόνου και την εξέλιξη τους μέσα σ’ αυτή. Το εξωτικό νόσημα είναι η εξήγηση που δίνεται σε παρατεταμένες παθήσεις. Η μαγεία παρέχει ένα πυρήνα για την αιτιολόγηση των ασθενειών και αποκτά λειτουργική αξία καθώς σ’ αυτή εναπόκειται ο ρόλος της επεξηγηματικής θεώρησης κάποιων χρόνιων νόσων.
Κάθε ασθένεια δεν νοείται μόνο ως βιολογική δυσλειτουργία αλλά και ως ψυχοσωματική εμπειρία και ως εκ τούτου, οι μέθοδοι θεραπευτικής αντιμετώπισης της ποικίλουν ανάλογα με τον τρόπο που κάθε κοινωνία την εντάσσει στις δομές της και σύμφωνα με τα επεξηγηματικά όρια που την περιβάλλει. Έτσι ένα νόσημα μπορεί να τύχει και συμβολικής αντιμετώπισης: «ο ιερεύς ανέγνωσεν ήδη επί της ασθενούς τους εξορκισμούς του κακού δια παν ενδεχόμενο…. Πλησίον εις το σταυρόν, επί του στήθους της Αννιώς, εκρέμασεν εν ‘‘χαμαγλί’’, με μυστηριώδεις αραβικάς λέξεις…. Έπρεπε (η Αννιώ) λοιπόν να μείνει σαράντα ημερονύκτια εντός της Εκκλησίας, προ του αγίου βήματος… ινά σωθεί από το σατανικόν πάθος…» .
«Ο ασθενής εκάθησεν εις άσχημον τόπον. Επέρασεν νύκτα τον ποταμόν, καθ’ ήν στιγμήν αι Νηρηίδες ετέλουν αόρατοι τα όργια των. Εδιασκέλισε μαύρον γάτον, ο οποίος ήτο κυρίως ‘‘ο έξω από εδώ’’ μεταμορφωμένος» είναι οι υποθετικές εκδοχές, που προτάσσονται για την πρόκληση της νόσου. Η περιδιάβαση σ’ ένα μαγεμένο τοπικό σημείο διοχέτευσε στην ασθενή αρνητικές μαγικές δυνάμεις σύμφωνα με τον ομοιοπαθητικό νόμο της μετάδοσης ή συνάφειας. Η πραγματοποίηση των οργιαστικών τελετών των Νηρηίδων, αόρατων από τις αισθήσεις των κοινών ανθρώπων, σε ένα νυχτερινό παραποτάμιο σκηνικό και η συμπτωματική παρουσία της Αννιώς σ’ αυτό, παρατίθεται ως μια ενδεχόμενη εκδοχή της ασθένειας που την έπληξε. Τρίτη μαγική υπόθεση η συνάντηση και το άγγιγμα με το υπέρτατο δαιμονικό πνεύμα μεταμορφωμένο σε μαύρο γάτο.
Στη συνέχεια, η μητέρα προέβη στο δέσιμο ενός υφάσματος από τα ενδύματα της Αννιώς, ακολουθώντας την συλλογιστική αρχή ότι το όμοιο δρα πάνω στο όμοιο και το παραγάγει: «Πότε επήγαινε να δέση μίαν λωρίδαν από το φόρεμα της Αννιώς επί θαυματουργού τινός τόπου..» Η εικονική αναπαράσταση του δεσίματος αντανακλά την επιθυμία να «δεθή και το κακόν». Η επιλογή ενός μακρινού τοπικού σημείου εγγυάται ότι «το κακόν» που ενυπάρχει στο φόρεμα θα απομακρυνθεί με την τοποθέτηση του «μακράν της πασχούσης». Η εικόνα της δέσης λειτουργεί ως σύμβολο για την απεμπλοκή από τις αρνητικές μαγικές δυνάμεις.
Αποκορύφωμα της εκτύλιξης των μαγικών πτυχών του έργου είναι η τελετουργική σκηνή της επίκλησης του πνεύματος του νεκρού πατέρα ως ενός ακόμα βοηθητικού μέσου στις προσπάθειες της μητέρας για σωτηρία της Αννιώς. Η κατάληξη όμως του μαγικού δρώμενου είναι η αντίθετη απ’ την επιδιωκόμενη, καθώς πάνω στη κορύφωση των τελετουργικών διαδικασιών επέρχεται ο θάνατος της άρρωστης. Η μητέρα Δεσποινιώ αναλαμβάνει το ρόλο της μάγισσας έχοντας ένα απόθεμα μαγικής γνώσης εγγεγραμμένο μέσω της παράδοσης και το σκηνικό γίνεται αποκλειστικά μαγικό και τελετουργικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου