Δευτέρα 20 Νοεμβρίου 2017

Τουρισμός. Πρότυπη ανάπτυξη θέματος.

          

Να αναπτύξετε τα αίτια  στα οποία οφείλεται η επικράτηση του ΄΄βιομηχανοποιημένου΄΄ και μαζικού τουρισμού και  να προβάλετε τα οφέλη των εναλλακτικών μορφών τουρισμού. [500-600 λ]  


Στη σύγχρονη εποχή η «βιομηχανοποίηση» και η συνακόλουθη εμπορευματοποίηση έχουν διεισδύσει σε πολλά πεδία της ανθρώπινης δράσης  και ένα από αυτά είναι ο τουρισμός. Τα αίτια του φαινομένου είναι ποικίλα. Στον αντίποδα έχουν αναπτυχθεί εναλλακτικές μορφές τουρισμού που αντιστέκονται σ’  αυτή την εμπορευματοποίηση και έχουν θετικές επενέργειες.
 Ένας παράγοντας που ενέτεινε τη βιομηχανική τυποποίηση των τουριστικών διακοπών είναι αναμφίβολα ο οικονομικός. Η τουριστική αναψυχή έγινε αντικείμενο διαχείρισης από ένα καλά δομημένο και οργανωμένο οικονομικό σύστημα που συμπεριλαμβάνει ταξιδιωτικά πρακτορεία, εταιρίες μεταφορών, ξενοδοχειακές μονάδες, επιχειρήσεις εστίασης και κέντρα διασκέδασης. Προκειμένου, λοιπόν, να λειτουργήσει όλο αυτό το δίκτυο προωθείται η επίσκεψη σε συγκεκριμένα μέρη με στόχο την κατανάλωση.
            Συναφής με τα παραπάνω και πρωτοβάθμιος συντελεστής  στην «βιομηχανοποίηση» της ταξιδιωτικής εμπειρίας  είναι και ο διαφημιστικός κλάδος. Μέσω αυτού προβάλλονται κάποιοι τουριστικοί προορισμοί προεπιλεγμένοι, προκαθορισμένοι και τυποποιημένοι, περιορίζοντας την ελευθερία εκλογής του τόπου από τον ίδιο τον ταξιδιώτη. Η διαφήμιση δημιουργεί ένα συγκεκριμένο είδος τουριστικών εντυπώσεων, το οποίο στερείται του αυθεντικού ταξιδιωτικού πνεύματος και στο οποίο δεσπόζει η τυποποίηση.         
                Μέσα στα αίτια δεν θα μπορούσαμε να μην συμπεριλάβουμε την αλλοτρίωση του σημερινού ανθρώπου. Αυτός παρασυρμένος από το πνεύμα της εποχής του γίνεται έρμαιο αυτής και αποδυναμωμένη καθώς είναι η κριτική του ικανότητα, δεν αναπτύσσει πρωτοβουλίες και δράση ανεξάρτητη των καταναλωτικών προτύπων. Έτσι γίνεται ένας μαζικός και στερεοτυπικός ταξιδιώτης, δηλαδή ένας αλλοτριωμένος ταξιδιώτης  που στοχεύει σε πολλές των περιπτώσεων στην εκτόνωση είτε στην κοινωνική επίδειξη.
         Οι εναλλακτικές μορφές τουρισμού περιορίζουν τα ανωτέρω φαινόμενα και προσφέρουν περισσότερο αυθεντικά ταξιδιωτικά βιώματα, καθώς προωθούν την επαφή με τη φύση. Ως εκ τούτου ενδυναμώνεται η διάθεση εξερεύνησης και ανακάλυψης απ’ την οποία διέπεται η ιδιότητα του ταξιδευτή, καθότι η φύση είναι ένα ανεξάντλητο πεδίο προς διερεύνηση. Επιπρόσθετα , τα ψυχικά οφέλη είναι ιδιαιτέρως σημαντικά διότι η αρμονία, η ηρεμία και η γαλήνη της φύσης διοχετεύονται στο άτομο.
            Παράλληλα, μέσω του εναλλακτικού τουρισμού πραγματώνεται η πολυπόθητη πολιτισμική διάχυση, η οποία θα έπρεπε να βρίσκεται στο επίκεντρο κάθε ταξιδιωτικής εξόρμησης. Η επαφή με το κοινωνικό περιβάλλον των εντόπιων, τις αντιληπτικές πεποιθήσεις και τον τρόπο ζωής τους είναι άμεση και στενή. Καθότι τόσο στον αγροτουρισμό  όσο και στον οικοτουρισμό  συμπεριλαμβάνεται διαμονή σε κατοικίες γηγενών  και προσφορά εθελοντικής εργασίας είτε σε αυτούς είτε οικολογικού περιεχομένου , η συνύπαρξη αυτή προσφέρει ουσιαστική γνώση του τόπου και των ανθρώπων  του.
            Στα οφέλη του εναλλακτικού τουρισμού δεν μπορεί να μην συμπεριληφθεί η ενεργητικότητα, η αποφυγή της αδράνειας και η δημιουργικότητα. Ο οικοτουρισμός  και ο αγροτουρισμός, όπως ειπώθηκε παραπάνω, είναι συνυφασμένοι με την παροχή εθελοντικών υπηρεσιών , και ως εκ τούτου ο ταξιδιώτης καθίσταται παραγωγικός και δραστήριος χωρίς να αναλώνει τον ταξιδιωτικό του χρόνο αποκλειστικά στη θέαση όσων θεωρούνται αξιοθέατα. Τόσο το σώμα όσο και το μυαλό βρίσκονται σε συνεχή κινητικότητα.
            Καταληκτικά, ο τουρισμός μπορεί να προσλάβει πολλές διαστάσεις και μορφές  καθότι μπορεί να πραγματωθεί με ποικίλους τρόπους χωρίς βέβαια να είναι όλοι ποιοτικοί. Οι αλλοτριωμένες εκφάνσεις του τουρισμού θα πρέπει να εντοπιστούν, να επισημανθούν και να απορριφθούν από τον ίδιο τον ταξιδιώτη και εδώ υπεισέρχεται το ζήτημα της ατομικής ευθύνης. Το άτομο πρέπει να γίνει διαμορφωτής των εμπειριών του και διαχειριστής του χρόνου που αφιερώνει στα ταξίδια του. 

                                                                                              Επιμέλεια: Μαριλένα Κουγιού

Σάββατο 26 Αυγούστου 2017

ΑΓΝΩΣΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

Οἱ δὲ Θηβαῖοι ἐπεὶ ἐν τῷ πεδίῳ ἐγένοντο ἐν τῷ τεμένει τοῦ Ἀπόλλωνος, ἐνταῦθα ἐστρατοπεδεύσαντο· τῇ δ’ ὑστεραίᾳ ἐπορεύοντο. Καὶ διὰ μὲν τῆς γεφύρας οὐδ’ἐπεχείρουν διαβαίνειν ἐπὶ τὴν πόλιν· καὶ γὰρ ἐν τῷ τῆς Ἀλέας ἱερῷ ἐφαίνοντο ἐναντίοι οἱ ὁπλῖται· ἐν δεξιᾷ δ’ ἔχοντες τὸν Εὐρώταν παρῇσαν κάοντες καὶ πορθοῦντες πολλῶν ἀγαθῶν μεστὰς οἰκίας. Τῶν δ’ ἐκ τῆς πόλεως αἱ μὲν γυναῖκες οὐδὲ τὸν καπνὸν ὁρῶσαι ἠνείχοντο, ἅτε οὐδέποτε ἰδοῦσαι πολεμίους· οἱ δὲ Σπαρτιᾶται ἀτείχιστον ἔχοντες τὴν πόλιν, ἄλλος ἄλλῃ διαταχθείς, μάλα ὀλίγοι καὶ  ὄντες καὶ φαινόμενοι ἐφύλαττον. Ἔδοξε δὲ τοῖς τέλεσι καὶ προειπεῖν τοῖς Εἵλωσιν, εἴ τις βούλοιτο ὅπλα λαμβάνειν καὶ εἰς τάξιν τίθεσθαι, τὰ πιστὰ λαμβάνειν ὡς ἐλευθέρους ἐσομένους ὅσοι συμπολεμήσαιεν.

Ξενοφῶντος, Ἑλληνικά, 6, 5, 27-28

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ

Ἀλέα: επωνυμία της Αθηνάς κάω: καίω, πυρπολώ τὰ τέλη: οι άρχοντες, οι έφοροι προαγορεύω:
διακηρύσσω από πριν εἰς τάξιν τίθεμαι: παίρνω θέση για μάχη τὰπιστὰλαμβάνω: παίρνω
ένορκη διαβεβαίωση

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

1. Να μεταφράσετε το κείμενο.

2. Να γράψετε τους ζητούμενους τύπους:
τεμένει: τη δοτική πληθυντικού.
Ἀπόλλωνος: την κλητική ενικού.
γυναῖκες: την κλητική ενικού
ὀλίγοι: τον ίδιο τύπο του συγκριτικού βαθμού.
τάξιν: τη δοτική πληθυντικού.

3. Να γράψετε τους ζητούμενους τύπους:
διαβαίνειν: τον ίδιο τύπο στον Αόριστο στην ίδια φωνή.
ἐφαίνοντο: τον ίδιο τύπο στον β΄ παθητικό Αόριστο.
ἠνείχοντο: το β΄ ενικό της προστακτικής Αορίστου στην ίδια φωνή.
ἰδοῦσαι: τον ίδιο τύπο στον Μέλλοντα στην ίδια φωνή.
τίθεσθαι: το β΄ ενικό της προστακτικής Ενεστώτα στην ενεργητική φωνή.

4α. τοῦ Ἀπόλλωνος, ἐναντίοι, ἀγαθῶν, ὀλίγοι, ἀτείχιστον: Να αναγνωρίσετε
συντακτικά τους όρους.
β.Στην τελευταία περίοδο του αποσπάσματος να αναγνωρίσετε τον υποθετικό λόγο
αφού μετατρέψετε τον πλάγιο λόγο σε ευθύ.

5. Να χαρακτηρίσετε συντακτικά τις μετοχές του αποσπάσματος.

Δευτερεύουσες Προτάσεις


Ειδικές προτάσεις
Εισάγονται:  α) με το ὅτι (αντικειμενική κρίση-πραγματικό γεγονός)          β) με το ὡς(υποκειμενική κρίση)
Συντακτική θέση:      α) υποκείμενο απρόσωπων ρημάτων ή απρόσωπων εκφράσεων
β) αντικείμενο σε ρήματα λεκτικά, δεικτικά, γνωστικά, αισθητικά
γ) επεξήγηση (σνθ .τοῦτο ταῦτα): η ειδική πρόταση  συμπληρώνει την έννοια του ουσιαστικού.

Εκφέρονται με έγκλιση των προτάσεων κρίσεως   :
1.απλή οριστική (πραγματικό)
2. δυνητική οριστική (μη πραγματικό)
3. δυνητική ευκτική (δυνατό να γίνει στο παρόν ή στο μέλλον)
4. ευκτική του πλάγιου λόγου, όταν εξαρτάται από ιστορικό χρόνο και δηλώνει ταυτόχρονα το πραγματικό σαν υποκειμενική γνώμη.

Οι φράσεις: οἶδ’ ὅτι(=το ξέρω, βέβαια), εὖ οἶδ' ὅτι(=το ξέρω καλά, βεβαιότατα), δῆλον ὅτι  (=προφανώς) έγιναν στερεότυπες βεβαιωτικές επιρρηματικές εκφράσεις. Βρίσκονται συνήθως στο τέλος της πρότασης.

2.Ενδοιαστικές προτάσεις

Εισάγονται με:  α) μή, σπανίως, ὅπως μή  (φόβος μήπως γίνει κάτι ανεπιθύμητο)
                              β) μή οὐ  (φόβος μήπως δε γίνει κάτι επιθυμητό)

Εξαρτώνται από ρήματα που σημαίνουν φόβο, δισταγμό, προσδοκία ή υποψία.

Εκφέρονται με: α) υποτακτική (προσδοκώμενο φόβος)
                              β) οριστική (φόβος πραγματικός)
γ) δυνητική οριστική (φόβος μη πραγματικός)
δ) ευκτική του πλαγίου λόγου (αν εξαρτάται από ρήμα Ι.Χ και δηλώνεται προσδοκώμενος φόβος  σαν υποκειμενική γνώμη)
ε) δυνητική ευκτική (φόβος δυνατός στο παρόν ή στο μέλλον)
* Συντακτική θέση: υποκείμενο, αντικείμενο, επεξήγηση

3. Πλάγιες ερωτήσεις

Εξαρτώνται από ρήματα:α) απορίας
                                        β) άγνοιας – γνώσης
                                        γ) αίσθησης
                                        δ) ερώτησης
                                        ε) φροντίδας – επιμέλειας
Εισάγονται με: α) εἰ, σπανίως ἐάν, ἂν: ολικής άγνοιας, μονομελείς.
                              β) εἰ-ἤ, εἲτε-εἲτε, πότερον (α)-ἢ : ολικής άγνοιας, διμελής.
                              γ) ερωτηματικές αντωνυμίες και ερωτηματικά επιρρήματα και με τις αντίστοιχες αναφορικές αντωνυμίες και αναφορικά επιρρήματα (Μερικής άγνοιας)
Εκφέρονται  με :
1.απλή οριστική (πραγματικό)
2. δυνητική οριστική (μη πραγματικό)
3. δυνητική ευκτική (δυνατό να γίνει στο παρόν ή στο μέλλον)
4. ευκτική του πλάγιου λόγου, όταν εξαρτάται από ιστορικό χρόνο και δηλώνει ταυτόχρονα το πραγματικό σαν υποκειμενική γνώμη.
5. απορηματική υποτακτική (δηλώνουν απορία)

Συντακτική θέση: υποκείμενο, αντικείμενο, επεξήγηση

Πλάγιες ερωτηματικές του τρόπου

Εξαρτώνται από ρήματα φροντίδας- επιμέλειας κ.τ.ό
Εισάγονται με τα αναφορικά επιρρήματα όπως και ως
Εκφέρονται με: α)οριστική μέλλοντα (η φροντίδα αναφέρεται στο μέλλον)
                              β) σπανίως με ευκτική μέλλοντα του πλαγίου λόγου
                              γ) πολύ σπανίως με υποτακτική

Μετά από παράλειψη προστακτικών ὅρα (ή ὁρᾶτε), σκόπει (ή σκοπεῖτε) το ὅπως +οριστική μέλλοντα και σπανιότερα το ὅπως + υποτακτική αορίστου εμφανίζεται σαν
ανεξάρτητη κύρια πρόταση με προτρεπτική ή συμβουλευτική σημασία.

4.Αιτιολογικές προτάσεις
(Ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί της αιτίας)

Εισάγονται:                 α) με τα διότι, ἐπεί  ἐπειδή   
β) με το ὡς (υποκειμενική αιτιολογία)
γ) με το ὅτι (πραγματική αιτιολογία)      
δ) με το εἰ (αμφισβητούμενη ή υποθετική αιτιολογία, μετά από ρήματα ψυχικού πάθους)

Μετά από ρήματα ψυχικού πάθους (ἤδομαι, χαίρω, θαυμάζω, αἰσχύνομαι, χαλεπῶς φέρω κ.τ,ό.) ή αναλόγων εκφράσεων (δεινόν ἐστι, αἰσχρόν ἔστι, θαυμαστόν ἐστι) εισάγεται με το ὅτι (πραγματική αιτιολογία), ενώ με το εἰ (αμφισβητούμενη ή πιθανή η υποτιθέμενη αιτιολογία ).

Εκφέρονται με έγκλιση των προτάσεων κρίσεως   :
1.απλή οριστική (πραγματικό)
2. δυνητική οριστική (μη πραγματικό)
3. δυνητική ευκτική (δυνατό να γίνει στο παρόν ή στο μέλλον)
4. ευκτική του πλάγιου λόγου, όταν εξαρτάται από ιστορικό χρόνο και δηλώνει ταυτόχρονα το πραγματικό σαν υποκειμενική γνώμη.

Μια δευτερεύουσα πρόταση που εξαρτάται από αρκτικό χρόνο μπαίνει σε ευκτική, όταν εκφράζεται αβέβαια πιθανότητα    .


5. Συμπερασματικές προτάσεις
(ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί του αποτελέσματος)

Εισάγονται με τους συνδέσμους : ὣστε και ὡς και τα εμπρόθετα ἐφ’ ᾧ και ἐφ’ ᾧτε

Εκφέρονται με :
1.απλή οριστική (πραγματικό)
2. δυνητική οριστική (μη πραγματικό)
3. δυνητική ευκτική (δυνατό να γίνει στο παρόν ή στο μέλλον)
4. σπανίως με ευκτική του πλαγίου λόγου ή ευκτική καθ’ έλξη
5.ὥστε + απαρέμφατο (δηλώνει : α)φυσικό επακόλουθο, αναγκαστικό ή ενδεχόμενο, β)σκοπό ,γ) όρο, προϋπόθεση ή συμφωνία)
6. ἐφ’ ὤ/ ἐφ’ ὦτε  + απαρέμφατο (δηλώνει όρο ή συμφωνία) κι έχει επεξηγηματική χροιά

6.Τελικές προτάσεις
(ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί του σκοπού)

Εισάγονται με τους τελικούς συνδέσμους : ἳνα, ὅπως, ὡς και σπανίως με το μή (= για να μη). Σπανίως με ὃπως/ ὡς + ἄν (αοριστολογικό): όταν υπολανθάνει υπόθεση ή δηλώνεται η προϋπόθεση από την οποία εξαρτάται η πραγματοποίηση του σκοπού.

Εκφέρονται με: α) υποτακτική (δηλώνει σκοπό προσδοκώμενο)
β) υποτακτική + αν (δηλώνει προϋπόθεση από την οποία εξαρτάται η πραγματοποίηση του σκοπού)
γ) οριστική ιστορικού χρόνου (δηλώνει σκοπό που δεν πραγματοποιήθηκε)
δ) ευκτική (ο σκοπός είναι γνώμη ή επιθυμία υποκειμενική)
ε) ευκτική του πλαγίου λόγου (αν εξαρτάται από ρήμα Ι.Χ και δηλώνεται προσδοκώμενος σκοπός σαν υποκειμενική γνώμη)
στ) ευκτική από έλξη

* Μετά από ρήματα που δηλώνουν φροντίδα, φόβο, προσπάθεια, δισταγμό εξαρτάται συνήθως πρόταση εισαγόμενη ὅπως/ ὅπως μη + οριστική μέλλοντος (ή υποτακτική ή ευκτική του πλαγίου λόγου). Η πρόταση αυτή είναι πλάγια ερωτηματική.

7.Υποθετικές Προτάσεις

ΣΗΜΑΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ
ΑΠΟΔΟΣΗ
1. Πραγματικό
Εἰ + οριστική
Κάθε έγκλιση (κρίσης ή επιθυμίας) εκτός από δυνητική οριστική και ευχετική οριστική
2. Αντίθετο του πραγματικού
Εἰ + οριστική ιστορικού χρόνου
Δυνητική οριστική ιστορ. Χρόνου ή απλή οριστική ιστορ. Χρόνου απρόσωπων ρημ και  εκφράσεων

3. Απλή σκέψη του λέγοντος
Εἰ + ευκτική
Δυνητική ευκτική λη απλή οριστική (συνήθως ενεστώτα ή μέλλοντα)
4α. Προσδοκώμενο
Ἐάν, ἂν, ἢν + υποτακτική
Οριστική μέλλοντα, προστακτική, δυνητική ευκτική ή άλλη μελλοντική έκφραση
4β. Αόριστη επανάληψη στο παρόν ή μέλλον
Ἐάν, ἂν, ἢν + υποτακτική
Οριστική ενεστώτα ή γνωμικός αόριστος ή παρακείμενος με σημασία ενεστώτα
4γ. Αόριστη επανάληψη στο παρελθόν
Εἰ + ευκτική επαναληπτική
Οριστική παρατατικού (+ ἂν) ή αορίστου (+ ἂν) ή υπερσυντέλικου

Παρατηρήσεις:

1.    Από το πραγματικό αποκλείεται η μορφή εἰ + οριστική ιστορικού χρόνου (υπόθεση) – δυνητική οριστική (απόδοση)
2.    Από την απόδοση του αντίθετου του πραγματικού (ή μη πραγματικού) μπορεί να λείπει το δυνητικό ἂν, όταν αυτή είναι:
α) ρήμα που δηλώνει δυνατότητα, αναγκαιότητα, αρμοδιότητα και κυρίως παρατατικός απρόσωπου ρήματος ή απρόσωπης έκφρασης:
ἔδει, ἐχρῆν, προσῆκε, ἐξῆν… ἄξιον ἦν, οἷόν τά’ ἦν, εἶκος ἦν….καί
β) τα ρήματα ἐβουλόμην, ἐκινδύνευον, ἔμελλον  + απαρέμφατο
3.    Στην απόδοση της απλής σκέψης μπαίνει ευκτική χωρίς το ἄν, όταν είναι ευχετική
4.    Η εκφορά εἰ + οριστική μέλλοντα (υπόθεση) – οριστική μέλλοντα (απόδοση) θεωρείται ότι έχει σημασία προσδοκωμένου ( με εκφορά πραγματικού)
5.    Μελλοντικές εκφράσεις θεωρούνται:
Α) απορηματική ή βουλητική υποτακτική
Β) η ευχετική ευκτική
Γ) οι τελικές, ενδοιαστικές, συμπερασματικές, ειδικές, πλάγιες και αναφορικές προτάσεις
Δ) οι απρόσωπες συντάξεις δεῖ, χρή, προσήκει, ἔξεστι… + απαρέμφατο
Ε) το τελικό απαρέμφατο από ρήματα κελευστικά, προτρεπτικά, ευχετικά
Στ) τα ρηματ. Επίθετα σε –τέος ἐστι
Ζ) το απαρέμφατο του σκοπού
Η) η τελική μετοχή
Θ) το ειδικό απαρέμφατο μέλλοντα
Ι) ο ενεστώτας με σημασία μέλλοντα
6.    Για να γίνει ευκολότερα η διάκριση ανάμεσα στο προσδοκώμενο και την αόριστη επανάληψη στο παρόν και μέλλον, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι τοπ προσδοκώμενο έχει περιορισμένη χρονική ισχύ, ενώ αόριστη επανάληψη έχει διαχρονική αξία
7.    Όταν υπάρχει η εκφορά τα’ αν, αν, ην + υποτακτική (υπόθεση) και στην απόδοση: εἰκός, ἐστί, συμβαίνει, πέφυκε, ἀναγκεῖον ἐστι, χαλεπόν ἐστι  + απαρέμφατο, τότε δηλώνει κατά κανόνα αόριστη επανάληψη στο παρόν και μέλλον
8.    Σπάνια στην υπόθεση με ει + ευκτική ή οριστική μπορεί να υπάρχει και το αν. Τότε η υποθετική πρόταση είναι συγχρόνως και απόδοση μιας άλλης υπόθεσης, που τίθεται ή ευνοείται
9.    Σύνθετο υποθετικό λόγο έχουμε, όταν υπάρχουν δύο ή περισσότερες υποθέσεις ή αποδόσεις
10.Η υπόθεση μπορεί να λανθάνει σε μια υποθετική μτχ. Σε μια χρονικουποθετική ή αναφορικουποθετική πρόταση, σε μια φράση ή λέξη (οὓτω, ἂνευ + γεν κλπ) ή σε μια ερωτηματική πρόταση
11.Κάποτε η υποθετική πρόταση μπορεί να έχει παρενθετική σημασία, χωρίς απόδοση
12.Μια υποθετική πρόταση μπορεί να μπει και ως β’ όρος της σύγκρισης
13.Κάποτε μια υποθετική πρόταση, όταν συνδέεται αντιθετικά με άλλη, μπορεί να μην έχει απόδοση και τότε εννοείται η φράση καλῶς ἔχει ἤ ἕξει  (σχήμα ανανταπόδοτο)
14.Από την παράλειψη του ρήματος της υπόθεσης προέκυψαν ορισμένες στερεότυπες ελλειπτικές υποθετικές εκφράσεις που σιγά σιγά πήραν επιρρηματική σημασία εἰ δέ μή  (=ειδάλλως, ειδεμή) εἰ μή  (=εκτός εάν, παρά μόνον) εἰπέρ τίς ἄλλος  (=περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο), ὥσπερ εἰ,  ὥσπερ ἄν εἰ  (=όπως σαν….), εἶπερ ποτέ καί ἄλλοτε  (=περισσότερο από κάθε άλλη φορά)
15.Όταν η απόδοση είναι ειδική πρόταση, ειδικό απαρέμφατο, κατηγορηματική μτχ, τελικό απαρέμφατο (από ρημ. κελευστικά προτρεπτικά, ευχετικά) ή πλάγια ερώτηση τότε ο υποθετικός λόγος βρίσκεται στον πλάγιο λόγο.
16.Όταν η υπόθεση και η απόδοση είναι σε οριστική μέλλοντα , τότε έχουμε κανονικά Προσδοκώμενο με Μορφή Πραγματικού.
17.Όταν η υπόθεση και η απόδοση είναι σε οριστική Παρατατικού , τότε έχουμε κανονικά Αόριστη Επανάληψη στο Παρελθόν με μορφή Πραγματικού.
8. Εναντιωματικές προτάσεις
(ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί της εναντίωσης)

Εισάγονται με:  α) εἰ καί, ἄν καί, ἐάν καί (η παραχώρηση γίνεται προς κάτι το πραγματικό)
                              β) καί εἰ, καί ἄν, καί ἐάν  (η παραχώρηση γίνεται προς κάτι αβέβαιο ή ενδεχόμενο) (παραχωρητικές)
                              γ) οὐδ’ εἰ, οὐδ’ ἐάν, μηδ’ ἐάν, οὐδ’ ἄν, μηδ’ ἄν (όταν κύρια πρόταση είναι αρνητική και φανερώνουν κάτι το ενδεχόμενο, αβέβαιο, αδύνατο)
Εκφέρονται όπως και οι αντίστοιχες υποθετικές με οριστική, υποτακτική, ευκτική και ευκτική του πλαγίου λόγου. Χαρακτηρίζονται όπως οι υποθετικοί λόγοι


9. Χρονικές προτάσεις
(Ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί του χρόνου)

Εισάγονται με τους χρονικούς συνδέσμους : ὡς, ὅτε, ὁπότε, ἐπεί, ἐπειδή, ἓως, ἓστε, ἂχρι, μέχρι ἡνίκα, ὁπηνίκα, πρίν

Εκφέρονται με:           α) οριστική  Ι.Χ. (δηλώνουν το πραγματικό γεγονός)
β) υποτακτική   (εκφράζουν το προσδοκώμενο ή την αόριστη επανάληψη στον παρόν ή το μέλλον). Συνοδεύονται από το αοριστολογικό ἂν
γ) Ευκτική, απλή σκέψη ή αόριστη επανάληψη στο παρελθόν
δ)ευκτική του πλαγίου Λόγου  

Χρονικοί σύνδεσμοι σε στερεότυπες ελλειπτικές εκφράσεις πήραν επιρρηματική σημασία: ἐστίν  ὅτε(~μερικές φορές), οὐκ ἐστίν ὅτε {= ουδέποτε), ουκ εστίν ότε ού (= πάντα), ὅτε μή{=εκτός εάν), ὅτέ μέν...ὅτέ δέ(=άλλοτε  μεν...άλλοτε δε).

Σύνταξη του συνδέσμου πριν :
Α) με οριστική (δηλώνει το πραγματικό-εξαρτάται συνήθως από αρνητική κύρια πρόταση), β) με υποτακτική   (δηλώνει την αόριστη επανάληψη στο παρόν και στο μέλλον ή το προσδοκώμενο- εξαρτάται από αρνητική κύρια πρόταση),Γ) με ευκτική του πλαγίου λόγου       (εξάρτηση από ιστορικό χρόνο) ή σπανίως, δ)δυνητική ευκτική    . Επίσης με ε) ευκτική που οφείλεται σε έλξη από προηγούμενη    ευκτική .

Με τις χρονικές προτάσεις δηλώνονται τρεις χρονικές στιγμές:
1. Σύγχρονο:      ὄτε, ὅποτε, ἠνίκα, ἕως, ἕν ὤ, ἔστε, ἄχρι, μέχρι  + οριστική ενεστώτα
2. Υστερόχρονο:          ἕως, ἔστε, ἄχρι, μέχρι  + οριστική αορίστου ή υποτακτική + ἄν ή ευκτική / πριν + απαρέμφατο
3. Προτερόχρονο:       ἐπεί, ἐπεί τάχιστα, ἐπειδή, ἐπειδή τάχιστα, μόλις, ὡς  (σε γρήγορη εναλλαγή γεγονότων), ἀφ’ οὗ, ἐξ οὗ, ἐξ ὅτου  + οποιαδήποτε έγκλιση χρονικών προτάσεων. Επίσης πρίν + οριστική, υποτακτική, ευκτική.

10. Αναφορικές προτάσεις

Εισάγονται με αναφορικές αντωνυμίες ή αναφορικά επιρρήματα

Εκφέρονται με μία από τις εγκλίσεις των προτάσεων κρίσεως ή επιθυμίας ή με ευκτική του πλαγίου λόγου.

Διακρίνονται σε:        Ι) Αναφορικές Ονοματικές-Προσδιοριστικές (δηλώνουν ποιο είναι το όνομα στο οποίο αναφέρονται) : έχουν συντακτική θέση υποκειμένου, αντικειμένου, κατηγορουμένου, παράθεσης, επεξήγησης, επιθετικού προσδιορισμού, ετερόπτωτου προσδιορισμού (συνήθως γεν. διαιρετική ή αντικειμενική)

                              ΙΙ) Αναφορικές Επιρρηματικές (δηλώνουν για ποιο λόγο κάνει κάτι το όνομα που προσδιορίζουν, με ποιο σκοπό, με ποια προϋπόθεση, με ποιο αποτέλεσμα κλπ.)
                              α) αναφορικές αιτιολογικές: εκφέρονται με έγκλιση των προτάσεων κρίσης. Στην κύρια πρόταση έχουμε ρήμα ψυχικού πάθους ή δικαστικό
                              β) αναφορικές τελικές: εκφέρονται με οριστική μέλλοντα. Στην κύρια πρόταση έχουμε ρήμα κίνησης, εκλογής, σκόπιμης ενέργειας
                              γ) αναφορικές συμπερασματικές: εκφέρονται με έγκλιση κρίσεως ή απαρέμφατο. Προηγείται προσδιορισμός ποσού ή ποιότητας.
                              δ) αναφορικές υποθετικές: εκφέρονται με τις εγκλίσεις των υποθετικών προτάσεων, σχηματίζοντας με τις αποδόσεις τα αντίστοιχα είδη υποθετικών λόγων
                              ε) αναφορικές εναντιωματικές
στ) αναφορικές -χρονικές,
ζ) αναφορικές-τροπικές ,
η)αναφορικές - τοπικές (οι δύο τελευταίες εισάγονται με αναφορικά ειπιρρήματα).

Ιδιαίτερες  Παρατηρήσεις
1)Όλες οι αναφορικές είναι δυνατό να δηλώσουν επιπλέον και σύγκριση ποσού ή ποιου ή τρόπου και τότε χαρακτηρίζονται και παραβολικές, ενώ η εισαγωγή τους γίνεται με τα : ὅσος, ὁπόσος, οἷος, ὡς, ὥσπερ κ.ά.
Π.χ.   -Τοιαῦτα   πράττει, οἷα   πάντας   ἀπιστεῖν   τούτῳ  
(παραβολική  του  ποιού-αναφ.συμπερασματική- δηλώνει το αναγκαστικό κι ενδεχόμενο)
-Λέγε ὅσα βούλῃ  (αναφ. παραβολική του ποσού-αναφ. υποθετική-πραγματικό)
2)Όλων των ειδών οι αναφορικές -και οι προσδιοριστικές και οι επιρρηματικές-μπορούν να πάρουν οποιαδήποτε συντακτική θέση ενός ονόματος ή εμπρόθετου προσδιορισμού.
Π.χ.   Ἀφίκοντο οἵτινες ἐκλήθησαν  (υποκείμενο)
          Ἐκάλεσαν οὓς ἐβούλοντο  (αντικείμενο)
3)Η αναφορική αντωνυμία είναι συντακτικός όρος της αναφορικής πρότασης μόνο και όχι της κύριας. Στην κύρια ανήκει συντακτικά ολόκληρη η αναφορική πρόταση.
Π.χ.   Οἱ τριάκοντα ἀπέκτεινάν τινάς , ὧν ἐβούλοντο ἀποκτεῖναι 
(όλη η πρόταση είναι γενική διαιρετική)
4)Η αναφορική αντωνυμία, αν δεν προσδιορίζει ορισμένη λέξη της κύριας πρότασης, προσδιορίζει αντίστοιχη δεικτική αντωνυμία. Η δεικτική όμως, συχνότατα παραλείπεται και αυτό λέγεται βραχυλογία.
Π.χ. Ἀφίκοντο οὗτοι , οἵτινες ἐκλήθησαν  -.=> ἀφίκοντο

ΑΝΑΦΟΡΙΚΗ ΕΛΞΗ- ΕΛΞΗ ΑΝΑΦΟΡΙΚΟΥ
5)Μερικές φορές η αναφορική, αντί να βρίσκεται σε αιτιατική, εκφέρεται σε γενική ή δοτική, επειδή παρασύρεται από την πτώση του ονόματος που αναφέρει και είτε το όνομα υπάρχει  στο  κείμενο, είτε  εννοείται  κατά  βραχυλογία. Το  φαινόμενο  αυτό  ονομάζεται βραχυλογική έλξη ή έλξη του αναφορικού.
Π.χ. Λέγει περὶ πραγμάτων ἃ γιγνώσκει => λέγει περὶ πραγμάτων, ὧν γιγνώσκει
Κατά βραχυλογία: [λέγω περί ( τούτων )],[ὧν γιγνώσκω]

* Εντελώς σπανιότατα, συμβαίνει και αναστροφή έλξη ή ανθέλξη, δηλαδή παρασύρεται το όνομα από την πτώση της αναφορικής αντωνυμίας. Π.χ. Τὴν οἰκίαν, (ἥν ἔχω) καλὴ ἐστίν.

6) Οι αναφορικές προσδιοριστικές είναι οι μόνες δευτερεύουσες προτάσεις, που μπορούν να έχουν καθαρές εγκλίσεις επιθυμίας, δηλαδή να δηλώνουν προτροπή ή αποτροπή ή ευχή.
Π.χ. Ταῦτα λέγω, ἃ ἀληθῆ νομίσατε (αναφ. προσδιορ. επιθυμίας-προστακτική-προτοπή).
7) Οι αναφορικές προσδιοριστικές δεν επηρεάζονται από εξάρτηση ι.χ. και δεν έχουν ποτέ ευκτική πλαγίου λόγου.
8) Αναφορικές που εκφέρονται με απαρέμφατο, είναι αναφορικές συμπερασματικές.
9) Αναφορική που εκφέρεται με οριστική μέλλοντα είναι συνήθως αναφορική τελική ή συμπερασματική κ.τ.λ.
10) Από τις αναφορικές-επιρρηματικές είναι μεταγενέστερες σε σχέση με την πρόταση εξάρτησης οι αναφορικές συμπερασματικές και οι αναφορικές τελικές.
11) Αναφορική που έχει αοριστολογικό ἄν ,είναι αναφορική υποθετική.
12) Στις αναφορικές υποθετικές δεν υπάρχει υποτακτική χωρίς το αοριστολογικό ἄν.
13) Όταν   η  αναφορική  έλξη  δηλώνει  απροσδιοριστία, γενικότητα, καθολικότητα, δηλαδή οποιοσδήποτε, οσαδήποτε, οπουδήποτε κ.ά, η αναφορική πρόταση είναι αναφορική υποθετική.
14) Οι αναφορικές υποθετικές σχηματίζουν αναφορικούς υποθετικούς λόγους όλων των ειδών με την ίδια ακριβώς εκφορά των κανονικών υποθετικών λόγων ,μόνο που δεν εισάγονται με υποθετικό σύνδεσμο, αλλά με αναφορική λέξη. Για το προσδοκώμενο και την επανάληψη στο παρόν και στο μέλλον, μετά την αναφορική έλξη, προσθέτουμε το αοριστολογικό ἄν.
Π.χ.   Ὅσα πράττομεν, καλὰ ἐστίν,  (πραγματικό)
          Ὅσα πράττοιμεν, καλὰ ἂν εἴη (απλή σκέψη)
          Ὅσα ἂν πράττωμεν, καλὰ ἔσται  (προσδοκώμενο)
          Ὅσα ἂν πράττωμεν ,καλὰ ἐστὶν  (αόριστη επανάληψη στο παρόν ή στο μέλλον).